- μπαρμπούνι ή μούλλος
- (mullus surmuletus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των μουλιδών, της τάξης των περκόμορφων. Το μ., περιζήτητο από τα αρχαία χρόνια για την εύγευστη σάρκα του, έχει μέσο μήκος 30 περίπου εκ. και είναι διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του ανατολικού Ατλαντικού, όπου συχνάζει στις αμμώδεις και βραχώδεις ζώνες, σε βάθος λίγων δεκάδων μέτρων· με τα μακριά μουστάκια του εξερευνά τον βυθό, αναζητώντας κυρίως μικρά μαλάκια και οστρακοειδη, από τα οποία τρέφεται. Το μ. έχει μιμητικές συνήθειες αρκετά έκδηλες: το κόκκινο χρώμα, που χαρακτηρίζει τα ανώτερα και πλευρικά τμήματα των ακμαίων ατόμων, μπορεί να αλλάζει σε ανοιχτό κίτρινο ή πρασινωπό ή να παίρνει σκούρες αποχρώσεις ανάλογα με το χρώμα που επικρατεί στο περιβάλλον. Η αναπαραγωγή, μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου, γίνεται με πελάγια αβγά, που έχουν διάμετρο μικρότερη από 1 χλστ. : οι προνύμφες που βγαίνουν από αυτά είναι στην αρχή γαλάζιες· το χρώμα γίνεται πρασινωπό όταν τα μικρά μ. εγκαταλείπουν τα επιφανειακά νερά και πλησιάζουν στις ακτές. Στην ίδια περιοχή διάδοσης του mullus surmuletus αλλά σε λασπώδεις βυθούς, σε βάθος που ξεπερνά κάποτε τα 200 μ., ζει ο mullus barbatus, πιο μικρός και λιγότερο νόστιμος από τον πρώτο.
Το χρώμα του μπαρμπουνιού μπορεί να αλλάξει ανάλογα με το χρώμα που επικρατεί στο περιβάλλον όπου βρίσκεται.
Dictionary of Greek. 2013.